- ἐκδίκων
- ἔκδικοςlawlessmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκδικῶν — ἐκδικάζω decide fut part act masc voc sg ἐκδικάζω decide fut part act neut nom/voc/acc sg ἐκδικάζω decide fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐκδικάζω decide fut part act masc voc sg ἐκδικάζω decide fut part act neut nom/voc/acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκδίκων — Ἔκδικος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτέκδικος — ο, ΝΜ ο πρώτος δικαστής νεοελλ. εκκλ. (ως τίτλος που απονέμεται σε πρεσβύτερο ή διάκονο) ο πρώτος μεταξύ τών εκδίκων, τών εκκλησιαστικών αξιωματούχων που είναι εξουσιοδοτημένοι να υπερασπίζουν τα συμφέροντα τής Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων.… … Dictionary of Greek